- ἀναμφιβόλως
- ἀναμφίβολοςunambiguousadverbialἀναμφίβολοςunambiguousmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вѣрьно — (62) нар. 1. Верно; преданно: ладомиръ. валошинъ. што же ѥсть намъ вѣрно послужилъ. Гр 1378 (1, ю. р.); ѥго же ц(с)рь и ст҃ль и просто вси съ множаишаю [так!] радостию. приимаху. и вѣрно поклоншесѩ. и цѣловавше. Пр 1383, 144б; но служи(т) ему… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
невѣрьно — (4*) нар. Недостоверно; сомнительно: и симонидъ. ѹвѣдѣвъ же ˫ако дъвѣ сътѣ литръ злата възѧтъ да˫а погѹбить. и ѹмоленъ бывъ ст҃ыи ѿ воѥводъ ѿдасть ѥмѹ грѣхъ. невѣрьно сътворь ѥже о нихъ лъжею съдѣ˫ани˫а. ЧудН XII, 66г; и надѣѥмъсѧ о д҃шахъ ихъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ήτε — (I) ἤτε (Α) (σύνδ.) ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ή + τε]. (II) και η τε ἦτε και ἦ τε (Α) επίρρ. πράγματι, βεβαίως, αναμφιβόλως … Dictionary of Greek
δήπου — και δή που (αοριστολ. επίρρ.) (Α) 1. ίσως, πιθανώς 1. αναμφιβόλως, κατά τη γνώμη μου, βεβαίως, όπως νομίζω, εννοείται, υποθέτω 3. χρησιμοποιείται και ερωτηματικά για να υποδηλώσει καταφατική απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δη* + που*] … Dictionary of Greek
πάντως — ΝΜΑ επίρρ. με όλους τους τρόπους, εξάπαντος, σε κάθε περίπτωση, αναμφιβόλως, οπωσδήποτε (α. «εγώ πάντως πρέπει να πάω» β. «δεῑ με πάντως τὴν ἑορτήν... ποιῆσαι εἰς Ἱεροσόλυμα», ΚΔ) νεοελλ. ωστόσο («μπορεί να μού μίλησες σκληρά, εγώ πάντως σέ… … Dictionary of Greek
παντάπασι(ν) — ΝΜΑ επίρρ. 1. εξ ολοκλήρου, ολωσδιόλου, παντελώς 2. (σε αρνητική πρόταση) διόλου, καθόλου αρχ. βεβαίως, αναμφιβόλως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα + πᾶσι(ν)] … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek